Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι αρκετά συχνές στο γενικό πληθυσμό, και ιδιαιτέρως στις γυναίκες.
Με βάση την εντόπισή τους διακρίνονται σε:
● λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού: κυστίτιδα, ουρηθρίτιδα και,
● λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού, δηλαδή πυελονεφρίτιδα, με ή χωρίς συνοδό νεφρικό ή παρανεφρικό απόστημα.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η ασυμπτωματική μικροβιουρία η οποία δεν συνιστά πραγματική λοίμωξη, αλλά δηλώνει μόνο την παρουσία μικροβίων στα ούρα.
Η πιο συνήθης οδός μόλυνσης είναι η ανιούσα, δηλαδή τα μικρόβια εισέρχονται από την ουρήθρα και ανεβαίνουν προς την ουροδόχο κύστη όπου και προκαλούν κυστίτιδα. Από εκεί είναι δυνατόν μερικές φορές να προωθηθούν προς το ανώτερο ουροποιητικό (τους νεφρούς) και να προκαλέσουν πυελονεφρίτιδα. Τα συχνότερα υπεύθυνα μικρόβια είναι μικροοργανισμοί εντερικής προέλευσης (π.χ. Escherichia coli και άλλα εντεροβακτηριακά), πράγμα το οποίο εξηγεί τη μεγαλύτερη συχνότητα λοιμώξεων στο γυναικείο φύλο λόγω ανατομίας. Το κυρίαρχο παθογόνο αίτιο των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος (τόσο στις νοσοκομειακές όσο και στις εξωνοσοκομειακές λοιμώξεις) είναι το κολοβακτηρίδιο, δηλαδή η Escherichia coli, σε συχνότητα που κυμαίνεται από 75% μέχρι 95% των περιπτώσεων.
Τα κυριότερα συμπτώματα κατά τη διάγνωση της οξείας κυστίτιδας είναι τα εξής: δυσουρία (δηλαδή δυσκολία κατά την ούρηση), επιτακτική ούρηση, συχνουρία, αιματουρία (δηλαδή παρουσία αίματος στα ούρα), υπερηβικός πόνος. Τα συμπτώματα αυτά απουσιάζουν για >4 εβδομάδες πριν την εμφάνιση του επεισοδίου κυστίτιδας. Η διάρκεια των συμπτωμάτων κάθε επεισοδίου κυμαίνεται κατά μέσον όρο σε περίπου 6 ημέρες, ενώ μπορεί να περιοριστεί η δραστηριότητα για περίπου 2 ημέρες.
Η θεραπεία ξεκινά με εμπειρική αγωγή, επιλέγεται δηλαδή ένα αντιβιοτικό ως θεραπεία, αναμένοντας τα αποτελέσματα της καλλιέργειας ούρων. Για την επιλογή της εμπειρικής αυτής αγωγής λαμβάνεται υπόψιν η λήψη ή μή αντιβιοτικών εντός του τελευταίου τριμήνου. Στη συνέχεια, η καλλιέργεια ούρων αποκαλύπτει την ταυτότητα του υπεύθυνου μικροβίου και χορηγείται αντιβιοτική αγωγή βάση αντιβιογράμματος. Το αντιβιόγραμμα παρουσιάζει αναλυτικά ποια αντιβιοτικά μπορούν να καταπολεμήσουν το υπεύθυνο μικρόβιο και σε ποιο βαθμό, και ποια όχι. Έτσι καθοδηγεί ώστε να επιλέγεται η καταλληλότερη αντιβιοτική αγωγή.
Η επανεμφάνιση μίας μη επιπλεγμένης λοίμωξης του ουροποιητικού (συνήθως κυστίτιδας) είναι αρκετά συχνή και παρουσιάζεται στο 10-20% των γυναικών που έχουν ήδη λάβει αρχική θεραπεία για παρόμοια λοίμωξη.
Υποτροπιάζουσα κυστίτιδα θεωρείται η λοίμωξη που επανεμφανίζεται εντός 6-8 εβδομάδων μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας ενός προηγούμενου επεισοδίου και οφείλεται στο ίδιο μικροβιακό στέλεχος που προκάλεσε και το προηγούμενο αυτό επεισόδιο. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η σεξουαλική δραστηριότητα, η χρήση ενδοτραχηλικού σπιράλ ως αντισυλληπτικού, καθώς και τα αντισυλληπτικά δισκία, ενώ είναι πιθανό ότι υπάρχει και γενετική προδιάθεση.
Η διάγνωση τίθεται σε γυναίκες χωρίς ανατομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες που παρουσιάζουν τουλάχιστον τρία επεισόδια μη επιπλεγμένης ουρολοίμωξης, τεκμηριωμένη με καλλιέργεια ούρων, στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών.
Η πρόληψη των υποτροπιαζουσών λοιμώξεων μπορεί να γίνει με την αποφυγή των παραγόντων κινδύνου που αναφέρθηκαν, με την τήρηση μέτρων προφύλαξης και με προφύλαξη με αντιμικροβιακά.
Τα μέτρα προφύλαξης με την τήρηση κανόνων υγιεινής περιλαμβάνουν: επαρκή λήψη υγρών, μή καθυστέρηση της ούρησης μέσα στην ημέρα καθώς και μετά τη σεξουαλική επαφή, καλό καθαρισμό της περιοχής μετά την τουαλέτα, αποφυγή στενών εσώρουχων.
Εφόσον οι υποτροπές είναι περισσότερες από τρεις εντός 6μήνου, ο αποτελεσματικότερος τρόπος προφύλαξης έχει αποδειχθεί ότι είναι η χορήγηση μικρών δόσεων αντιβιοτικού πριν τη νυχτερινή κατάκλιση, για μεγάλο χρονικό διάστημα (δεδομένου ότι το αντιβιοτικό που επιλέγεται είναι δραστικό σύμφωνα με το αντιβιόγραμμα.)
Eπικουρικά μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη υποτροπών η λήψη χυμού ή εκχυλίσματος κράνμπερρυ και η D- μαννόζη, ενώ τα προβιοτικά συντελούν σε αυτήν σε μικρότερο βαθμό.
Ως ασυμπτωματική μικροβιουρία ορίζεται η παρουσία σημαντικού αριθμού μικροβίων στα ούρα, σε ασθενείς χωρίς κλινικά συμπτώματα ή σημεία λοίμωξης. Η συχνότητα εμφάνισής της εξαρτάται από την ηλικία των ασθενών, το φύλο και την παρουσία ή όχι λειτουργικών ή ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος. Η διάγνωση βασίζεται στην απουσία συμπτωμάτων ενεργού λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος και στην καλλιέργεια ούρων. Σε ασυμπτωματικές γυναίκες, δύο διαδοχικές θετικές καλλιέργειες ούρων με μεσοδιάστημα 24 ωρών μπορούν να θέσουν τη διάγνωση.
Η οξεία πυελονεφρίτιδα είναι το σοβαρότερο είδος λοίμωξης του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος, και συχνά απαιτεί νοσοκομειακή θεραπεία. Οι ασθενείς παρουσιάζουν αιφνίδια έναρξη συμπτωμάτων με ρίγος, υψηλό πυρετό, οσφυαλγία, και ενοχλήματα όπως συχνουρία, δυσουρία και επιτακτική ούρηση. Ένα ποσοστό 18,7% των ασθενών μπορεί να παρουσιάζει ναυτία, έμετο και διάρροια.
Οι ασθενείς με ήπια κλινική εικόνα και χωρίς άλλα νοσήματα μπορούν να λάβουν από του στόματος θεραπεία στο σπίτι. Οι ασθενείς που παρουσιάζουν βαρύτερη κλινική εικόνα ιδιαίτερα οι υπερήλικες, πρέπει να νοσηλεύονται στο νοσοκομείο, τουλάχιστον μέχρι ύφεση των οξέων συμπτωμάτων.
1. EAU (European Association of Urology) Urological Infection Guidelines 2018
2. Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διάγνωση και τη Θεραπεία των Λοιμώξεων του Ουροποιητικού Συστήματος.